κίδραι

κίδραι
κίδραι
Meaning: αἱ ἐφώροι (ἐγχώροι codd.) πεφρυγμέναι κριθαί; corr. for κίδναι
See also: s. χῖδρον

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κίδναι — κίδναι, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ ἐγχώριοι πεφρυγμέναι κριθαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. τού κίδραι. Βλ. λ. χίδρον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”